- πορφυριτικός
- πορφυρ-ῑτικός, ή, όν,A of porphyry,
κίων PLond.2.328.20
(ii A.D.);πλάκες CPHerm.86.7
(iii A.D., dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίων PLond.2.328.20
(ii A.D.);πλάκες CPHerm.86.7
(iii A.D., dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυριτικός — ή, ό, / πορφυριτικός, ή, όν, ΝΑ [πορφυρίτης] αποτελούμενος ή κατασκευασμένος από πορφυρίτη νεοελλ. φρ. «πορφυριτικός ιστός» (πετρογρ.) υφή εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται διασκορπισμένοι… … Dictionary of Greek
λευκιτίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5… … Dictionary of Greek
πικρίτης — Ονομασία δύο τύπων πετρωμάτων: ενός πλουτωνίτη και ενός ηφαιστείτη. Ο π. Διείσδυσης είναι ένα φλεβικό, βασικό πέτρωμα, που αποτελείται από αυγίτη, ολιβίνη και δευτερεύοντα ορυκτά· ο ιστός του είναι πορφυριτικός. Οπ. έκχυσηςαποτελείται κυρίως από… … Dictionary of Greek
χαλαζιοπορφύρης — Πέτρωμα παλαιοηφαιστειογενές, πρωτογενούς γεωλογικής ηλικίας, έκχυτο, που αποτελείται από υαλώδη μάζα, μέσα στην οποία περιέχονται φαινοκρύσταλλοι αλκαλιούχων αστρίων, σποραδικά, καθώς και από ασβεστονατρομιγείς αστρίους και χαλαζία. Η θεμελιώδης … Dictionary of Greek